- λιπόθηλος
- λιπόθηλος, -ον (Μ)(για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν κατά τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η μητέρα τους από τη θηλή τού μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος τής θηλής τού μαστού, στερημένος τού μαστού.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(o)-* + -θηλος(< θηλή), πρβλ. νεό-θηλος, ομό-θηλος].
Dictionary of Greek. 2013.